- ἐξέχει
- см. ἐκ—χέω
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἐξέχει — ἐξέχω stand out pres ind mp 2nd sg ἐξέχω stand out pres ind act 3rd sg ἐκχέω pour out imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀξέχει — ἐξέχει , ἐξέχω stand out pres ind mp 2nd sg ἐξέχει , ἐξέχω stand out pres ind act 3rd sg ἐξέχει , ἐκχέω pour out imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέχω — εξείχα (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), αμτβ. 1. υψώνομαι πάνω από όσα είναι γύρω μου, είμαι ψηλότερος, προεξέχω, προβάλλω: Η καμινάδα εξέχει στην ταράτσα. 2. είμαι έξω από τη γραμμή: Ο ένας ώμος του εξέχει. 3. μτφ., διακρίνομαι μεταξύ άλλων για την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
έκριν — ἔκριν ( ινος), ο, η (Α) ιατρ. αυτός που έχει μύτη που εξέχει, που προέχει … Dictionary of Greek
έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… … Dictionary of Greek
αγκωνάρι — το 1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει 2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων 3. κάθε ογκώδης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνή. ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
ανάγλυφος — η, ο (Α ἀνάγλυφος, ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη 2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα 3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο* νεοελλ. 1. λέγεται επίσης… … Dictionary of Greek
αστρακιά — η 1. η αρρώστια αστρακιά 2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη 3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek